ανάζωστρο

ανάζωστρο
το [αναζώνω]
περίδεσμος για τη συγκράτηση ενός μέλους τού σώματος ή περισκελίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”